-
1 опровержение
опровержение с η διάψευση, дать \опровержение κάνω διάψευση, διαψεύδω* * *сη διάψευσηдать опроверже́ние — κάνω διάψευση, διαψεύδω
См. также в других словарях:
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek